- στέμφυλο
- το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Νη πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουροαρχ.1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών2. στον πληθ. τὰ στέμφυλασκωρία μετάλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. τού στέμβω «σείω, τινάζω», από όπου «προσκρούω, συνθλίβω», εμφανίζει όμως δασύ σύμφωνο -φ- αντί τού μέσου ηχηρού -β- τού στέμβω (πρβλ. θρόμβος: τρέφω)βλ. και λ. στέμβω. Ο τ. στέμφυλον, μαζί με ένα αμάρτυρο σιγμόληκτο ουδ. *στέμφος (πρβλ. ἀστεμφής), μπορεί να ενταχθεί στο μορφολογικό σύστημα του νόμου τού Caland (πρβλ. αἶσχος: Αἰσχύλος). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιούνται οι διαλ. τ. στράφυλο, στροφύλι και στροφυλιά].
Dictionary of Greek. 2013.