στέμφυλο

στέμφυλο
το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν
η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο
αρχ.
1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών
2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα
σκωρία μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. τού στέμβω «σείω, τινάζω», από όπου «προσκρούω, συνθλίβω», εμφανίζει όμως δασύ σύμφωνο -φ- αντί τού μέσου ηχηρού -β- τού στέμβω (πρβλ. θρόμβος: τρέφω)
βλ. και λ. στέμβω. Ο τ. στέμφυλον, μαζί με ένα αμάρτυρο σιγμόληκτο ουδ. *στέμφος (πρβλ. ἀστεμφής), μπορεί να ενταχθεί στο μορφολογικό σύστημα του νόμου τού Caland (πρβλ. αἶσχος: Αἰσχύλος). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιούνται οι διαλ. τ. στράφυλο, στροφύλι και στροφυλιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στέμφυλο — το ό,τι απομένει από τα σταφύλια μετά το πάτημά τους και το τράβηγμα του μούστου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλοπιεστήριο — το, Ν πιεστήριο για τη σύνθλιψη τού γλεύκους που περιέχεται στα στέμφυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πιεστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Ι. Πονηρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλόπνευμα — το, Ν οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό πνευμα)] …   Dictionary of Greek

  • στροφυλιά — Πεδινός οικισμός (752 κάτ., υψόμ. 110 μ.), στην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στα δυτικά του Μαντουδίου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 752 κάτ.). * * * η, Ν βλ. στέμφυλο …   Dictionary of Greek

  • στροφύλι — (I) το, Ν βλ. στέμφυλο. (II) το, Ν το γνωστό με τη λόγια ονομασία τριγωνίσκος φυτό, παρόμοιο με το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”